Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ποιος είναι εδώ

  • 1 тут

    тут 1) (о месте) εδώ* кто \тут? ποιος είναι εδώ; 2) (о времени) αμέσως; он \тут же ушёл έφυγε αμέσως
    * * *
    1) ( о месте) εδώ
    2) ( о времени) αμέσως

    Русско-греческий словарь > тут

  • 2 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

  • 3 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 4 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 5 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 6 нет

    нет 1. (отрицание) όχι* δε(ν) (при глаголе)" \нет, не знаю όχι, δεν ξέρω 2. (не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν у меня \нет времени δεν έχω καιρό· здесь никого \нет εδώ δεν είναι κανείς· кого сегодня \нет? ποιος λείπει σήμερα;
    * * *
    1.

    нет, не зна́ю — όχι, δεν ξέρω

    2.
    ( не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν

    у меня́ нет вре́мени — δεν έχω καιρό

    здесь никого́ нет — εδώ δεν είναι κανείς

    кого́ сего́дня нет? — ποιος λείπει σήμερα

    Русско-греческий словарь > нет

  • 7 там

    επίρ.
    1. εκεί, σε κείνο το μέρος•

    я там долго жил εκεί έζησα πολύν καιρό•

    кто -? ποιος είν εκεί;•

    там я провл свою молодость εκεί πέρασα τα νεανικά μου χρόν ια• -• наверху εκεί επάνω•

    там внизу εκεί κάτω•

    там же στο ίδιο μέρος.

    2. μετά, έπειτα, ύστερα•

    там видно будет μετά θα δούμε•

    там посмотрим, что делать μετά θα δούμε τι θα κάνομε.

    3. επιτακ. μόριο• τι λες (εκεί)• (περιφρ.) κάτι τιποτένιο, αμφίβολο, αόριστο.
    εκφρ.
    там и тут; там и сям; —сям; тут и там – εκεί κι εδώ• εδώ και κει•
    то тут, то -; то, то тут; то, то сям – ποτ εδώ, ποτ εκεί• πότ εκεί, πότ εδώ•
    что тамκ. чего там τίποτε δεν είναι εκεί (μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι, μη συστέλλεσαι).

    Большой русско-греческий словарь > там

  • 8 пора

    βλ. поры.
    -ы, αιτ. пору θ.
    1. καιρός•

    с той -ы από εκείνο τον καιρό•

    минувшая пора το σύντομο παρελθόν•

    пора лгобви ηλικία της αγάπης•

    в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•

    пришла пора ήρθε ο καιρός•

    ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•

    в дневную -у (κατά) την ημέρα.

    || εποχή•

    осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•

    пора сева εποχή της σποράς•

    пора жатвы εποχή του θέρου.

    2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•

    пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.

    εκφρ.
    в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•
    в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•
    в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•
    в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•
    до каких ή до которых пор – ως πότε•
    до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•
    до тех пор – οσότου, ώσπου•
    на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•
    на ту -у – εκείνο τον καιρό•
    о сю -уπαλ. ως τώρα•
    об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•
    с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•
    с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•
    пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•
    с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε.

    Большой русско-греческий словарь > пора

  • 9 распоряжаться

    распоряж||аться
    несов
    1. (приказывать) διατάζω, προστάζω / δίνω ἐντολή[ν] (предписывать)·
    2. (управлять, хозяйничать) διευθύνω, κάνω κουμάντο, δίνω διαταγές:
    \распоряжаться чем-л. διευθύνω κάτι· кто здесь \распоряжатьсяа́ется? ποιος κάνει κουμάντο ἐδῶ;-в доме она всем \распоряжатьсяается στό σπίτι κάνει αὐτή κουμάντο σέ ὅλα· он \распоряжатьсяа́ется, как у себя дома δίνει διαταγές σάν νά εἶναι στό σπίτι του·
    3. (деньгами, временем и т. п.) διαθέτω, ἔχω στή διάθεση μου:
    \распоряжаться кредитами διαθέτω τίς πιστώσεις.

    Русско-новогреческий словарь > распоряжаться

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • παράμετρος — (Μαθημ.). Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και σημαίνει ένα μεταβλητό δεδομένο προβλήματος. Ας περιοριστούμε στη στοιχειώδη (κλασική) άλγεβρα για να δώσουμε ένα παράδειγμα: ζητούνται δυο (μιγαδικοί, γενικά) αριθμοί με άθροισμα τον α και με… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • Dialecte chypriote — Grec chypriote Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Grec Chypriote — Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Grec chypriote — Cet article concerne le dialecte grec moderne à Chypre. Pour le dialecte grec ancien, voir arcado cypriote. Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) …   Wikipédia en Français

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»